- άνδραν
- ἄνδρανἀνά-διδράσκωrun away: aor ind act 3rd pl (epic )ἀνά-διδράσκωrun away: aor ind act 1st sg (epic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἄνδραν — ἀνά διδράσκω run away aor ind act 3rd pl (epic) ἀνά διδράσκω run away aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ας — ονοματική κατάληξη της νέας Ελληνικής, η οποία χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό αρσενικών πρωτοκλίτων αντί των αρχαίων δευτεροκλίτων σε ος (πρβλ. έγγονας, εύζωνας, κάβουρας, κάπελας, κότσυφας, μάγειρας, Φίλιππας). Ο μεταπλασμός προήλθε κατά τα… … Dictionary of Greek